- μονῴδιον
- μονῴδ-ιον, τό, Dim. of μονῳδία, Diom. p.492 K.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μονώδιον — μονῴδιον, τὸ (ΑΜ) [μονωδία] υποκορ. τού μονωδία … Dictionary of Greek